- ἔτρεψεν
- τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLAVA — ramus ex utraque parte praecisus, et sic pro fuste et baculo est; ex Graeco κλάδα, quod idem cum κλάδος, ramus, apud Hesych. unde κλάβαν Aeoles fecêre, Latini Clavam. Hinc Clavam Herculis, ramum etiam vocant Latmi Poetae. Propert. Ille etiam Eleo … Hofmann J. Lexicon universale
επειδή... γε — ἐπειδή... γε (Α) (σύνδ.) αφού δα («ἐπειδὴ τὸν ὑπέρ κεφαλᾱς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… … Dictionary of Greek